σκολαρίκι

σκολαρίκι
το, Ν
βλ. σκουλαρίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

  • σκουλαρίκι — σκουλαρίκι, το και σκολαρίκι, το κόσμημα αυτιών: Αγόρασε χρυσά σκουλαρίκια για τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”